- υδρηχόος
- -ον, Αβλ. υδροχόος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδρηχόοις — ὑδρήχοος of poured water masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηχόου — ὑδρήχοος of poured water masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηχόῳ — ὑδρήχοος of poured water masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροχόος — (Αστρον.). Ένας από τους 12 αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου. Η ονομασία του οφείλεται στο γεγονός ότι το πέρασμα του Ήλιου από τον Υ. συμπίπτει με την περίοδο των βροχών. Αποτελείται από πολλούς αστέρες, μεταξύ των οποίων ο α και ο β είναι… … Dictionary of Greek